- κεντυρία
- κεντυρία, ἡ (ΑΜ)λόχος εκατό στρατιωτών, αλλ. κεντουρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centuria].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντουρία — και κεντυρία, ἡ (Μ) λόχος εκατό στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centuria] … Dictionary of Greek